- όξινος
- και όξεινος, -η, -ο (ΑΜ ὄξινος, -ίνη, -ον, Μ αρσ. και ὄξυνος)αυτός που έχει τη γεύση τού όξους, τού ξιδιού, ο ξινόςνεοελλ.1. χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα οξέα ή έχει τις ιδιότητες τών οξέων (α. «όξινη αντίδραση» β. «όξινο άλας» γ. «όξινο διάλυμα»)2. φρ. α) «όξινη βαφή»(χημ. τεχνολ.) χαρακτηρισμός ζωηρόχρωμων συνθετικών οργανικών ενώσεων τών οποίων το μόριο περιέχει δύο ομάδες ατόμων, μία όξινη και μία χρωμογόνοβ) «όξινη βροχή»(μετεωρ.-χημ.) μορφή κατακρημνίσματος που περιέχει υψηλές σχετικά συγκεντρώσεις σε θειικό και νιτρικό οξύγ) «όξινο έδαφος»(εδαφολ.) τύπος έντονα διαβρωμένου εδάφους τών υγρών τροπικών και υποτροπικών περιοχών, χαρακτηριστικό τού οποίου είναι η έλλειψη τών συνήθων ορυκτών και η παρουσία μόνο» ένυδρων οξειδίων τού σιδήρου και τού αργιλίου μαζί με καολινιτικές αργίλους και χαλαζιακή άμμοδ) «όξινο νερό» — γλυκό νερό που απαντά στη φύση και έχει pΗ μικρότερο από 7, σε αντιδιαστολή με το αλκαλικό νερό, που έχει pΗ μεγαλύτερο από 7.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄξος / ὀξύ].
Dictionary of Greek. 2013.